- πυρροκόραξ
- πυρρο-κόραξ, ᾰκος, ὁ,A Alpine chough, Corvus pyrrhocorax, Plin.HN10.133.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρροκόραξ — ακος, ο, ΝΑ ζωολ. πτηνό που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση εκπροσωπεί γένος στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας corvidae, γνωστών με την κοινή σήμερα ονομασία καλοιακούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κόραξ] … Dictionary of Greek
κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek